Αυτοκινητικός Περίπατος
στην Πελοπόννησο του 1928
Με την ανάπτυξη των μετακινήσεων να έχει μεταμορφώσει τη ζωή μας, σίγουρα δε φανταζόμαστε πώς ήταν να ταξιδεύεις 100 χρόνια πριν! Το ταξίδι ήταν μία πολύ διαφορετική διαδικασία που απαιτούσε συνήθως περισσότερο χρόνο αλλά και διαφορετικά μέσα. Παρακάτω ακολουθούμε την πορεία ενός ταξιδιού απ’ την Αθήνα στην Πελοπόννησο το 1928 με αυτοκίνητο, ή αλλιώς έναν «αυτοκινητικό περίπατο» όπως ονομάζει το ταξίδι το περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα», απ’ όπου προέρχονται οι αφηγήσεις των περιηγητών της εποχής.
Εκείνα τα χρόνια έφτανε κανείς στην Πελοπόννησο είτε μέσω των Σιδηροδρόμων Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου π.χ. προς την Πάτρα, το Άργος, την Καλαμάτα και την Κυπαρισσία, ή με τα θορυβώδη και στενόχωρα λεωφορεία της εποχής. Σπανιότερα με κάποιο απ’ τα πλοία που ταξίδευαν σε συγκεκριμένα λιμάνια από τον Πειραιά. Με την ίδρυση του Οδοιπορικού Συνδέσμου το 1921 είχε μάλιστα εγκαινιαστεί επίσημα ο εσωτερικός περιηγητισμός κυρίως με τη χρήση λεωφορείων. Το αυτοκίνητο ήταν ακόμα πιο περιορισμένο και απευθυνόταν σχεδόν αποκλειστικά στα ανώτερα οικονομικά στρώματα της κοινωνίας.
Βέβαια, παρά τις προσπάθειες για βελτιώση του οδικού δικτύου στα τέλη της δεκεαετίας του 20, η διαδρομή δυσκόλευε επικίνδυνα τους ταξιδιώτες, καθώς οι χωματόδρομοι έκαναν το αυτοκίνητο να πηγαίνει «Μιά απάνω, μιά κάτω, [να] σκαρφαλώνει και [να] τριγυρίζει, [να] αγγομαχάει και [να] κατρακυλάει, σε δρόμους που θαρρείς και πεζός να ήσουν θάπρεπε τα μάτια σου δεκατέσσερα να τάχεις για να μη γκρεμιστείς», όπως χαρακτηριστικά μας περιγράφουν.
Περνώντας τον Ισθμό, οι ταξιδιώτες απολάμβαναν τόσο τη φυσική ομορφιά όσο και τα εντυπωσιακά τοπία των ορεινών όγκων της Πελοποννήσου, κάνοντας συχνές στάσεις αναψυχής. Η φυσική ομορφιά της Αργολίδας για παράδειγμα, τους εντυπωσίαζε όσο τίποτα άλλο: «Τα στενά μας βγάζουνε στην πεδιάδα της Αργολίδας. Σωστή εξοχή εδώ, μυρίζουν τα στάχια, ροδίζουν την πρασινάδα τ’ ανθισμένα δέντρα του Ιούδα».
Για τους αρχαιόφιλους, πρώτη επίσκεψη ήταν το κάστρο της Ακροκορίνθου, όπου η υποτυπώδης περιήγηση γινόταν ανάμεσα σε ζώα που βοσκούσαν, ντόπιους βοσκούς και διασκορπισμένα αρχαία μέλη. Οι Μυκήνες και η Επίδαυρος ήταν επίσης φημισμένοι προορισμοί για τους λίγους Έλληνες ταξιδιώτες.
Το οδικό δίκτυο συχνά ακολουθούσε τη σιδηροδρομική γραμμή και πρόσφερε μικρές στιγμές γέλιου: «Περνά και το τραίνο, βγαίνουν μαντίλια, χαιρετιόμαστε, πρώτοι φίλοι».
Συχνά οι επισκέπτες προσπαθούσαν να μείνουν σε μεγαλύτερα κέντρα ώστε να έχουν περισσότερες πιθανότητες για κάποιου είδους άνεση. Έτσι, μετά από «κάμποσα ανεβοκατεβάσματα και σκονισμένοι σα μασκαράδες» η πόλη της Τρίπολης φάνταζε μία καλή επιλογή. Βέβαια, στην επαρχία οι ντόπιοι δεν ήταν ακόμη ιδιαίτερα συνηθισμένοι στα αυτοκίνητα και τη φασαρία τους, γι’ αυτό και ενοχλούνταν από την παρουσία τους. Μάλιστα η επίσκεψη Ελλήνων ήταν ίδιαίτερα σπάνια στον τόπο τους: «Αμερικάνοι είστε; ρωτάει το παιδάκι που έτρεξε να μας κάνει τον οδηγό. Μήπως δε φταίνε οι χωρικοί; ούτε τους περνά απ’ το μυαλό πώς μπορεί και Ρωμηοί να βγουν να γνωρίσουν τον τόπο τους» διαβάζουμε στο ταξίδι μας.
Ένα από τα must της εποχής ήταν η εντυπωσιακή Καρύταινα που στέκει ψηλά στον βράχο και φαινόταν από μακριά. Οι επισκέπτες περνώντας το γνωστό βυζαντινό γεφύρι της Καρύταινας πάνω απ’ τον Αλφειό ποταμό είχαν μία παραδείσια φυσική εμπειρία με τα τρεχούμενα νερά, τα πουλιά και το βραχώδες τοπίο να κυριαρχούν.
Αν ήταν τυχεροί έβρισκαν κάποιο σωστό ξενοδοχείο ή χάνι που θα μπορούσαν να μείνουν ελπίζοντας να καλύψουν τις πιο βασικές ανάγκες τους. Στους επισκέπτες της ιστορίας μας έτυχε το ξενοδοχειάκι του Χριστόδουλου που… «μας τάϊσε και μας κοίμισε με αληθινά αξιέπαινη φροντίδα. Ως και δωμάτιο λουτρού πολύ χρησιμοποιήσιμο ανεκούφιζε τους κατασκονισμένους ταξιδιώτες».
Προφανώς για πολλούς αρχαιολογικούς χώρους της επαρχίας, εκτός από τους πιο «τουριστικούς» όπως η Επίδαυρος, οι Δελφοί και η Ολυμπία, η πρόσβαση δε γινόταν ακόμα με αυτοκίνητο. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας. Για να φτάσει κανείς στον ναό κατά τον μεσοπόλεμο χρειαζόταν τρεις ώρες από την Ανδρίτσαινα με ζώα. Μάλιστα από ένα σημείο και μετά ούτε τα ζώα χωρούσαν οπότε η μόνη επιλογή ήταν να φτάσει κανείς πεζός.
Στα πιο δύσβατα και ορεινά χωριά η διαδρομή γινόταν επικίνδυνη, ακόμα και τρομακτική «Τώρα ξεκινάμε για τους γκρεμούς της Στεμνίτσας και της Δημητσάνας. Α, εδώ δεν είναι πια αστεία τα πράματα!…Ένας δρόμος δυόμισι μέτρα φάρδος και μισοφαγωμένος στην άκρη τριγυρίζει, απειλητικά για όποιον πρόκειται να το περάσει, ένα ξεροβούνι απότομο 1300 μέτρα ύψος. Ίσια κάτω, σε γραμμή κάθετη, ο γκρεμός…Η παραμικρή στραβοτιμονιά και πάει…». Πολλές απ’ αυτές τις περιοχές χρειάστηκε να περιμένουν ακόμα κάποιες δεκαετίες για ένα ασφαλές οδικό δίκτυο.
Τέλος, στον μεσοπόλεμο η Αθήνα πρόσφερε ανέσεις κι ευκολίες που δύσκολα συναντούσες στην επαρχία. Σε περιοχές όπως η Πελοπόννησος όμως, οι επισκέπτες κέρδιζαν μία βιωματική επαφή με τη φύση και την ανεμελιά της εξοχής. Γι’ αυτό η επιστροφή στην πρωτεύουσα κάθε φορά είχε κάτι το γλυκόπικρο: «Πάμε να ξαναβρούμε την πρωτεύουσα μας, την υλική μας καλοπέραση που είναι κι η σκλαβιά μας…θα σκουριάσουμε πάλι μέσα στους ασφαλτωμένους δρόμους μας και στα καλοπαστρεμένα σπίτια μας».
Πηγές: Ελληνικά Γράμματα 11, 14 Μαΐου 1928 και Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ)